κυανοῦν

κυανοῦν
κυάνεος
made of
masc acc sg (attic epic)
κυάνεος
made of
neut nom/voc/acc sg (attic epic)
κυανέω
to be dark in colour
pres part act masc voc sg (attic epic doric)
κυανέω
to be dark in colour
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • κυανός — ή ό και κυανούς, ή, ούν (AM κυανοῡς, ή, οῡν και κυάνεος, έα, ον) νεοελλ. 1. αυτός που έχει το χρώμα τού ουρανού, ουρανής, θαλασσής, γαλάζιος 2. το ουδ. ως ουσ. το κυανό ή κυανούν α) το χρώμα τού ουρανού, γαλάζιο β) χρωστική ουσία με βαθυγάλανο… …   Dictionary of Greek

  • μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… …   Dictionary of Greek

  • BLAVUS et BLAVIUS color — BLAVUS, et BLAVIUS color apud Ioh. Monachum in Vita S. Odonis l. 3. Albertum Argentin. p. 121. Alios, caeruleus dicitur, German. Blaw, Gallic. Bleu: cuius vocis etymon a Latino arcessit Salmasius. Censet enim, blutum seu bleu, dictum quasi… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PYROPI — Graece πυρωποὶ, carbunculi appellati occurrunt, apud Plinium, l. 37. c. 7. Principatum habent carbunculi, a similitudine ignium vocati, cum ipsi non sentiant ignes, ob id a quibusdam pyropi appellati. Ubi etiam scribitur in quibusdam exemplaribus …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αζουρίτης — Ορυκτό το οποίο προέρχεται από τη χημική εξαλλοίωση διαφόρων ορυκτών του χαλκού. Μπορεί να χαρακτηριστεί ως βασικός ανθρακικός χαλκός: ο τύπος του είναι 2CuC03 Cu(OH)2. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα. Παρουσιάζεται κατά κανόνα στην… …   Dictionary of Greek

  • δέργμα — ( ατος), το (Α) [δέρκομαι] 1. το βλέμμα, η ματιά («κυανοῡν λεύσσων δέργμα δράκοντος» έχοντας το βλέμμα τού δράκοντα) 2. αυτό που βλέπει κανείς, η θέα …   Dictionary of Greek

  • ευπιττόνη — η και ευπιττονικό οξύ, το χημ. κυανούν χρώμα που ανακαλύφθηκε στην πίσσα τού ξύλου τής φηγού (βαλανιδιάς) …   Dictionary of Greek

  • θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… …   Dictionary of Greek

  • λεύσσω — (Α) 1. κοιτάζω, βλέπω κάποιον ή κάτι (α. «λεύσσετε γὰρ τό γε πάντες, ὅ μοι γέρας ἔρχεται ἄλλη», Ομ. Ιλ. β. «λεύσσετε... οἷα πάσχω», Σοφ.) 2. απόλ. ρίχνω το βλέμμα μου, ατενίζω (α. «Κυκλώπων ἐς γαῑαν ἐλεύσσομεν», Ομ. Οδ. β. «κυανοῡν δ ὄμμασι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”